μελανοκύτταρο

μελανοκύτταρο
Ειδικός τύπου κυττάρου του δέρματος, υπεύθυνο για την παραγωγή της χρωστικής μελανίνη. Βλ. λ. μελανίνη.
* * *
το·ανατ. ειδικό κύτταρο τού δέρματος τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το οποίο περιέχει κοκκία μελανίνης και παρέχει προστασία στα εσωτερικά όργανα από την ηλιακή ακτινοβολία και ειδικά από τις υπεριώδεις ακτίνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”