- μελανοκύτταρο
- Ειδικός τύπου κυττάρου του δέρματος, υπεύθυνο για την παραγωγή της χρωστικής μελανίνη. Βλ. λ. μελανίνη.
* * *το·ανατ. ειδικό κύτταρο τού δέρματος τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το οποίο περιέχει κοκκία μελανίνης και παρέχει προστασία στα εσωτερικά όργανα από την ηλιακή ακτινοβολία και ειδικά από τις υπεριώδεις ακτίνες.
Dictionary of Greek. 2013.